Δήμητρα Μπαντή: «Από το μοιρολόγι της Παναγίας στο καραγκούνικο σεργιάνι»

Σεργιάνι στο Μεγαλοχώρι τη δεκαετία του ‘70

Το μοιρολόι, απόλυτα συνυφασμένο με τον ανθρώπινο βίο, είναι το τραγούδι της Μοίρας και της αποδοχής του αναπόφευκτου θανάτου. Συνοδεύει τον νεκρό και συγχρόνως αποτελεί μέσο λυτρωμού εκείνου που χάνει το αγαπημένο του πρόσωπο (Δαλιανούδη, Ρ., «Μοιρολόι του θρήνου» 2021). Στην κορύφωση του Θείου δράματος η Παναγιά μοιρολογεί, θρηνεί και ολοφύρεται. Φύση και άνθρωποι πενθούν, συμπονούν, συμπάσχουν, ταυτίζονται με την ανθρώπινη πλευρά της Μητέρας του Θεανθρώπου που βιώνει τον ανείπωτο πόνο του θανάτου του μονάκριβου Παιδιού της και που αποτέλεσε οικουμενικό και διαχρονικό σύμβολο της κάθε χαροκαμένης μάνας που στο πρόσωπο του Χριστού βλέπει το δικό της παιδί. Γυναίκες, μετά την ακολουθία της Σταύρωσης τη Μεγάλη Πέμπτη, μένουν στην εκκλησία να «ξενυχτίσουν τον νεκρό» ή θρηνούν μπροστά από τον Επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή και τα παιδιά τραγουδούν από πόρτα σε πόρτα τα κάλαντα της Μ. Παρασκευής:
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έλαβαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόνταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:

  • Σώνουν, Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
    και τον υιόν σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
    κι στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε.
    Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη.
    Σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
    και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
    Και σαν της ήρθ’ ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
    ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
    ζητάει τ’ αργυροψάλιδο να κόψει τα μαλλιά της.
    Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
    και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα.
    Πήραν το δρόμο το στρατί, στρατί το μονοπάτι
    το μονοπάτι τ’ς έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα.
    Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
    Τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, κανέναν δεν γνωρίζει
    τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Αη-Γιάννη.
  • Αφέντ’, Αγιάννη, Πρόδρομε, και βαπτιστά του γιου μου
    Μήν’ είδες τον υιόκα μου και το διδάσκαλό σου;
  • Δεν έχω στόμα να Σου πω, γλώσσα να Σου μιλήσω
    δεν έχω χειροπάλαμο για να σου τον(ε) δείξω.
    Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο
    όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
    όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
    Εκείνος είν’ ο Γιόκας σου και με διδάσκαλός μου.
    Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τόν(ε) ρωτάει:
  • Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου;
  • Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
    Σύρε, μάνα μ’, στο σπίτι σου, κάμε την προσευχή σου
    βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
    και δώσε την παρηγοριά να την(ε) λάβουν κι άλλοι.
    Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι
    που θα λαλήσ’ ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες
    Σημαίν’ ο Θιος, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
    σημαίνει κι η Αγια-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
    Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
    κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει
    παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.

Μεσαιωνικό, μακροσκελές και ομοιοκατάληκτο αφηγηματικό τραγούδι σε 256 παραλλαγές, χωρίς να αλλοιωθεί το αρχικό θέμα, σε όλη την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο, τον Πόντο και αλλού, με πηγή έμπνευσης τα Ευαγγέλια και την εκκλησιαστική υμνογραφία και μελωδίες διαφορετικές κατά τόπους, που, όμως, χρησιμοποιούνταν ήδη από τις γυναίκες για τα κοσμικά μοιρολόγια, σύμφωνα με τον μουσικολόγο Samouel Baud Bovy (Δοκίμιο για το Ελληνικό Τραγούδι, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1984). Οι λόγιοι και λαϊκοί του στίχοι, σε μέτρο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, ατέλειωτοι, σαν να μην φτάνουν για να αφηγηθούν το Μαρτύριο, ενέπνευσαν τη νεότερη ποίηση κι η έμπνευση αυτή αποτυπώνεται στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου:
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;

Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
Γιε μου, ποια Μοίρα σ’ το ‘γραφε και ποια μου το ‘χε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά, στα στήθια μου ν’ ανάψει;

Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε!

στη «Η Μάνα του Χριστού» του Κώστα Βάρναλη:

Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει…
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»!
Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!…

Στην άρνηση του θανάτου, η κατάφαση της Ζωής.

Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ’ ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες
Σημαίν’ ο Θιος, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.

Στο τέλος του θρήνου, η προσμονή της Ανάστασης, η ελπίδα της νίκης, ο θρίαμβος του Καλού, η Ζωηφόρος Ανάσταση γιορτάζονται το Άγιον Πάσχα! Και στα πεδινά χωριά του θεσσαλικού κάμπου ως και τη δεκαετία του ‘60 επιβίωνε ανήμερα καθώς και τις επόμενες ημέρες του Πάσχα, το «σεργιάνι», έθιμο εξέχουσας σημασίας για τις κοινότητες. Ο χώρος της επιτέλεσής του ήταν αρχικά το προαύλιο της εκκλησίας κι έπειτα η κεντρική πλατεία του χωριού. Οι γυναίκες και μόνο κρατιούνται σε κύκλο, με τα χέρια χαμηλά και τοποθετημένες ιεραρχικά, βάσει ηλικίας και κοινωνικής θέσης. Οι ενδυμασίες τους ποικίλουν βάσει της ίδιας ιεραρχίας και τραγουδούν τραγούδια όπως την «Οβριά», «Ήρθαν τα Πασχαλιόγιορτα», «Σήμερα Χριστός Ανέστη» κ. ά. με αναγωγή στις παραλογές και το ακριτικό έπος, με βήμα αργό, περπατητό που θυμίζει χορό αρχαίου δράματος. Ο σκοπός, σύμφωνα με τον καθηγητή λαογραφίας Κ. Τσαγγαλά, διττός: λατρευτικός αλλά και κοινωνικός, καθώς αποτελεί το έθιμο μια ευκαιρία παρουσίας της γυναίκας στη κοινότητα. Με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών και του ρόλου του το έθιμο ατονεί. Αναβιώνει σήμερα σε ορισμένες κοινότητες σε μια προσπάθεια διατήρησης της συλλογική μνήμης.
21/4/2022

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΠΑΝΤΗ

Copyright 2024

Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.
Το περιεχόμενο της σελίδας καθώς και οι φωτογραφίες αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του εκδότη.
Απαγορεύεται η ολική ή μερική αναδημοσίευση περιεχομένου χωρίς έγγραφη άδεια.

Μέλος του eMedia