Αριστοτέλης Κερασοβίτης: “Γιε μου”

Γράφει ο Αριστοτέλης Κερασοβίτης

Η Ελένη έμεινε πολύ νέα χήρα. Ο άντρας της σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και μεγάλωνε εδώ και κάμποσο καιρό μόνη τον μονάκριβο γιό της Διονύση. Εργαζόταν σε αλυσίδα σούπερ μάρκετ και με τον μισθό που έπαιρνε τα έβγαζε πέρα δύσκολα αλλά με αξιοπρέπεια. Μία μέρα πήρε το μικρό Διονύση και πήγανε στο κοιμητήριο να επισκεφτούν τον τάφο του πατέρα του. Ο μικρός ήταν πολύ στεναχωρημένος κι αφού αφήσανε μερικά λουλούδια πάνω στο μνήμα άρχισε να κλαίει. Μπαμπά μου λείπεις, ψέλλισε με πνιγμένη φωνή. Ποιος θα είναι το στήριγμά μου τώρα, ποιος θα με καθοδηγεί και θα με συμβουλεύει. Η Ελένη τον αγκάλιασε, τον χάιδεψε και τον φίλησε γλυκά στο μάγουλο.

  • Αγόρι μου, καταλαβαίνω ότι η απώλεια του πατέρα σου είναι πολύ σκληρή για την τρυφερή σου νιότη. Πάντα θα νιώθεις ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην ψυχούλα σου που ο χρόνος ίσως δεν κατορθώσει να γιατρέψει ποτέ. Δεν πρόλαβες να νιώσεις την πατρική στοργή που τα άλλα παιδιά στην ηλικία σου απλόχερα απολαμβάνουν. Γι’ αυτό κλάψε, κλάψε γοερά να απαλύνεις τον πόνο σου.

Όμως, όλοι μας θα πεθάνουμε κάποια στιγμή κι αυτό μας κάνει πολύ τυχερούς. Δισεκατομμύρια αγέννητοι άνθρωποι δεν θα πεθάνουν ποτέ, διότι δεν είχαν την τύχη ποτέ να γεννηθούν. Είμαστε ευλογημένοι γιέ μου όσοι ανοίξαμε τα μάτια μας και βρεθήκαμε σε έναν πλανήτη που σφύζει από ζωή. Γεμάτο λαμπερά χρώματα, γεμάτο ευωδιές και πολύχρωμα λουλούδια, γεμάτο πλάσματα που μας καλούν να τον μοιραστούμε, την τίγρη, τον αετό, το δελφίνι…

Γιε μου, ο άνθρωπος είναι θνητός. Μέσα σε λίγες δεκαετίες πρέπει να κλείσουμε τα μάτια μας και πάλι. Μη σε στεναχωρεί ο θάνατος διότι είναι μια φυσική εξέλιξη. Και συ και γω αποτελούμαι κομμάτια αυτού του κόσμου. Κανείς μας δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει το μέλλον γι’ αυτό να είσαι χαρούμενος που αναπνέεις, που υπάρχεις. Ύψωσε την καρδιά σου αγόρι μου, στάσου στα πόδια σου άφοβα και θαρραλέα, ζήσε τα συναισθήματα σου στο έπακρο, αγάπα, θύμωσε, κλάψε, γέλα δυνατά, κάνε φίλους καρδιάς, σύρσου στα πατώματα κι ανυψώσου στα ουράνια.

Γιε μου, θα ‘ρθει μια μέρα που θα αναρωτηθείς, γιατί γεννήθηκα; έζησα καλά; εκτίμησα το δώρο που μου δόθηκε; Και τότε θα καταλάβεις ότι τίποτα πιο όμορφο και αληθινό απ’ την ζωή δεν είναι. Κι όταν έρθει η ώρα να σηκωθείς απ’το τραπέζι μην αγανακτήσεις σαν άπληστος συνδαιτυμόνας που έχει την απαίτηση να του σερβίρουν πιάτα επ’ αόριστον. Να θυμάσαι ότι όλοι είμαστε φιλοξενούμενοι σε τούτο τον πλανήτη και η ζωή μας δόθηκε για περιορισμένη χρήση. Προσκολλήσου στον τάφο ή ανάπνευσε το καθάριο αέρα.

Ο Διονύσης έμεινε αμίλητος και σκεπτικός για λίγο κοιτώντας το μνήμα. Τα μάτια του υγρά και κατακόκκινα. Έπειτα σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. – Σε ευχαριστώ που είσαι η μαμά μου ψέλλισε δίνοντας την ένα φιλί στο μάγουλο. Θέλω να με πας σπίτι θέλω να αναπνεύσω καθαρό αέρα.

Copyright 2024

Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.
Το περιεχόμενο της σελίδας καθώς και οι φωτογραφίες αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του εκδότη.
Απαγορεύεται η ολική ή μερική αναδημοσίευση περιεχομένου χωρίς έγγραφη άδεια.

Μέλος του eMedia