ΤΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΒΟΛΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ Ο ΜΑΡΤΣΕΛΟ ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΙ ΧΟΡΕΥΟΥΝ ROCK-N-ROLL

Του Στέργιου Βολόγκα

   Όλα ξεκίνησαν ξαναβλέποντας γι’ ακόμη μια φορά, μετά από πολλά χρόνια, το ασπρόμαυρο  αριστούργημα του το Luchino Visconti “White nights”-1957 με τον Marcello Mastroianni την Maria Schell και τον Jean Marais, βραβευμένο με το αργυρό λιοντάρι στο φεστιβάλ της Βενετίας.  

Η σχεδόν θεατρική απόδοση της ομώνυμης  νουβέλας του Ντοστογέβσκι, που διαδραματίζεται στο λιμάνι του Λιβόρνο της Τοσκάνης,  ανάμεσα στην εύθραυστη, αναποφάσιστη, ονειροπόλα και ρομαντική Maria Schell (Natallia) και τον μοναχικό, ποιητικό, απογοητευμένο  Marcello Mastroianni (Mario) γεννά μια ατελέσφορη ερωτική και κοινωνική περιπέτεια που «κρύβεται» πίσω από την σκιά του φαντάσματος του Jean Marais – το τρίτο πρόσωπο –  που εξιδανικευμένα περιμένει η Natallia “Maria Schell” για την βγάλει από το κατώφλι της απελπισίας στην ηλιαχτίδα του έρωτα.  

Μέσα σε τέσσερεις  χειμωνιάτικες νύχτες που διαρκεί η ταινία, σ’ ένα σκηνικό γεμάτο σκιές, φώτα, ασπρόμαυρο θάμπος, χιόνι, νερό, τοξωτά γεφύρια και δαντελένια μελαγχολία, οι ήρωες μας γνωρίζονται, ερωτεύονται, στροβιλίζονται και …χάνονται. Αυτά τα βράδυα  είναι γεμάτα, συγκρούσεις, προστριβές, πείσματα, υποχωρήσεις, αμφιβολίες,  προσμονή, αλλά και διαλείμματα με αγκαλιές, φιλιά, αβρότητες, ποτά και ξέφρενο χορό.

Αυτό το τελευταίο μου έδωσε λαβή για επιμέρους αισθητικά σχόλια, πάνω στην εποχή, τα νέα μουσικά ρεύματα και ήθη στην Ευρώπη του ’50 με την καταιγίδα του Rock-n-Roll να κατακτά όλο τον κόσμο και την Γηραιά Ήπειρο, αλλάζοντας το τοπίο στην μουσική μια για πάντα.

Στον κινηματογράφο όλα ξεκίνησαν με την ταινία “The Blackboard Jungle”-«η Ζούγκλα του μαυροπίνακα» -1955 του Richard Brooks,  που πρόβαλλε τα προβλήματα των νέων κόντρα στην εκπαίδευση μέσα σ’ ένα αστικό περιβάλλον βίας, διαφθοράς, φυλετικών διακρίσεων, εκφοβισμού, αλητείας, νεανικών συμμοριών και  σεξουαλικής παρενόχλησης. Θηριοδαμαστές σ’ αυτό το κοινωνικό «τσίρκο», που μόνο το νούμερο με τους ελέφαντες λείπει, ο Glenn Ford, η Anne Francis και ο Sidney Poitier. Η ταινία όπως και άλλες παρόμοιες της εποχής της, «Ο Ατίθασος»-1953 με τον σκληρό Marlon Brando, το «Επαναστάτης χωρίς αιτία»-1955 με τον αγέρωχο και τελικά αγέραστο James Dean, αλλά και δεκάδες άλλες B-movies της ίδιας εποχής που απηχούσαν, εξέθεταν  ή παρουσίαζαν τους νέους ως επαναστατημένα νιάτα, διεφθαρμένα αποβράσματα, συμπαθητικούς μάγκες, αλαζόνες και επικίνδυνους οδηγούς και τις νέες ως αμαζόνες χωρίς ηθικούς φραγμούς αλλά με στενά τζην και εξέχοντα φυσικά προσόντα, φρόντισαν έστω και άθελα τους να ολοκληρωθεί πιο γρήγορα η εκτόνωση και η «επανάσταση» της νέας γενιάς που ασφυκτιούσε ακούγοντας από τα ραδιόφωνα μελιστάλακτες μελωδίες αποστειρωμένων crooners και παθιάρικες ιστορίες λατίνων τραγουδιστών.

Την «επανάσταση» και την διαφορά στην «Ζούγκλα του μαυροπίνακα» την έκανε κυρίως το τραγούδι των τίτλων. Το διάσημο πλέον “Rock around the clock” του Bill Halley, που μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε δώσει κανένας σημασία γιατί ήταν δεύτερη πλευρά σ΄ ένα δισκάκι του Bill Halley, που ξεκινούσε με το “13 Women (and only one man in town) ”,  δηλαδή τρέχα γύρευε. Αλλά έτσι ήταν πάντα η φύση του Rock-n-Roll, απρόβλεπτη και καθηλωτική.     

Η αρρώστια του Rock-n-Roll, όπως η αρτηριοσκληρωτική τάξη την χαρακτήρισε, εξαπλώθηκε σαν τυφώνας παντού, στα night-clubs, στο ραδιόφωνο, στις εφημερίδες, τον κινηματογράφο αλλά κυρίως στις καρδιές των  νέων που έβλεπαν ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει. Η εποχή του ψυχρού πόλεμου, της συντήρησης, του ρατσισμού, της ηθικής χωρίς αντίκρυσμα, της κοινωνίας που έβαζε κορσέ στην λογική, τον λόγο, τις πράξεις έδωσε ώθηση στην γρήγορη αλλαγή των ηθών.

Εκτός από την μουσική, οι απελευθερωτικές φιγούρες του  Rock-n-Roll μετέδιδαν και μετέφεραν παντού, τον επαναστατικό, κυνικό και επιθετικό χαρακτήρα του,  που κατέλυε όλους τους ενδοιασμούς και τα κοινωνικά πρέπει. 

Στο «Λευκές Νύχτες» του Βισκόντι, σε μια τυχαία συνάντηση του Mastroianni με την Schell στον πολύβουο δρόμο, ακολουθεί ένας αμήχανος διάλογος  που αν και δύο είναι «ελαφρώς» αναποφάσιστοι καταλήγουν στο παρακείμενο «κακόφημο» night-club.

Εκεί αφού η Schell ομολογεί τον έρωτα και ξεσηκώνει τον Mastroianni ,ακολουθεί ένας διάλογος εξομολόγησης, έντονης επιθυμίας χορού και χαράς.

  • (Schell) Είσαι τόσο γλυκός & καλός που σ’ αγαπώ. 
  • (Mastroianni) Μπορείς να χορέψεις; Έτσι; 
  • (Schell) Είσαι ονειροπόλος
  • (Mastroianni) Η φαντασία οργιάζει όπως το νερό στον βραστήρα του καφέ
  • (Schell) Δεν μπορώ να χορέψω
  • (Mastroianni) Δεν έχει σημασα, ας δοκιμάσουμε. Ούτε γώ χορεύω

Ακούγεται το “13 Women” του Bill Halley και όλοι αρχίζουν να  χορεύουν ξέφρενα Rock-n-Roll, απελευθερώνοντας ενέργεια στον χώρο. Ξαφνικά ο Mastroianni σηκώνεται τραβώντας και την  Schell στον χορό και μετά από λίγο με την βοήθεια της ατμόσφαιρας και του ρυθμού «λύνεται» από τους δισταγμούς του και εκτονώνεται μ’ έναν «τρελό» χορό ξεσηκώνοντας τους πάντες.

Έτσι είναι το Rock-n-Roll, σε «βγάζει από τα ρούχα σου» αλλά και από τα συναισθηματικά αδιέξοδα, έστω προσωρινά. Δεν πρέπει να σκέφτεσαι, πρέπει να ενεργείς.

Αυτή η έκρηξη του χορού στην ταινία δείχνει πόσο καταλυτικός, λυγωτικός και λυτρωτικός μπορεί να είναι ο ρυθμός του χορού και συγκεκριμένα του Rock-n-Roll, δεν άφησε ασυγκίνητη ούτε την Ελλάδα φυσικά.    

Το rock’n’roll  είναι επαναστατικό, κυνικό, επιθετικό, σαρώνει την ευρωπαϊκή κουλτούρα και δημιουργεί ένα τρομερό ερέθισμα σε όσους το χορεύουν. 

Σε πολλές ελληνικές ταινίες της εποχής γίνονται  αναφορές στο Rock-n-Roll, στον χορό αλλά κυρίως στα ήθη που «κουβαλά» καθώς οι εφημερίδες της εποχής το αντιμετωπίζουν σαν μάστιγα ή ψύχωση που δίνει διέξοδο στα «απωθημένα».

Σε  αντιπαραβολή της ίδιας χρονιάς με το «Λευκές Νύχτες» του Βισκόντι, θα βάλω στο κάδρο μια «άγνωστη» και ξεχασμένη ελληνική ταινία με τον, πάντα πρωτότυπο τίτλο που σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι, το «Τρία παιδιά Βολιώτικα»-1957 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αθανασιάδη, με τους Ανδρέα Μπάρκουλη, Νίκο Σταυρίδη, Κώστα Χατζηχρήστο, Τίνα Γαϊτάνου, Γιάννη Δαλιανίδη, Λαυρέντη Διανέλλο, Διονύση Παπαγιαννόπουλο.

Αν και η διανομή των ρόλων της ταινίας περιλάμβανε πολλά γνωστά ονόματα της εποχής, πρόκειται τελικά για μια ταινία πότ-πουρι, ρώσικη «σαλάτα» μαζί με χωριάτικη και φέτα. 

Αρχικά νεανική περιπέτεια, που περιλαμβάνει ερωτική απαγωγή, αλλά εξελίσσεται σε ταινία καταδίωξης με αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες μετά από απόδραση κακοποιού που τον ψάχνουν σε λόφους, δάση, πλαγιές και κατσάβραχα για να καταλήξει ο «κακός» στην φυλακή και η νέα με το ένα από τα τρία παιδιά Βολιώτικα σε χάπι-εντ με γάμους και κλαρίνα αλλά και Rock-n-Roll για μικρούς και μεγάλους. 

Η ταινία ξεκινά εντελώς ξεκάρφωτα με τους πρωταγωνιστές να χορεύουν ξέφρενο και εντυπωσιακό Rock-n-Roll σε εξοχική κατοικία που τα μοντέρνα νιάτα ξεδίνουν, με πρώτο και καλύτερο χορευτή τον νεαρό τότε χορευτή-ηθοποιό Γιάννη Δαλιανίδη, που εμφανίζεται όμως με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γιάννης Ντάλ, να σέρνει τον χορό αλλά και να παρασέρνει τις ντάμες και τους υπόλοιπους «Βολιώτες» στο γλέντι και στην νέα μόδα. 

Η ταινία κλείνει με τον γάμο των νέων,  με δημοτικά, μαντήλια  και κλαρίνα  για να το γυρίσουν στο Rock-n-Roll με τον Δαλιανίδη να προσπαθεί να μάθει στον Διανέλλο Rock-n-Roll. Η φαντασία του σκηνοθέτη στην υπηρεσία του εξαμερικανισμού. 

Σε κάποιο άλλο σημείο της ταινίας, οι τρείς «Βολιώτες» -Ανδρέας Μπάρκουλης, Γιάννης Δαλινίδης και Πέτρος Πανταζής – μέσα σε μια φαντεζί καμπριολέ “Buick super-8”, με οδηγό τον Μπάρκουλη, μπαίνουν στην Αθήνα από την αγνώριστη τότε  οδό Αθηνών και κατευθύνονται στην Ηρώδου Αττικού στα πρώην Ανάκτορα και συγκεκριμένα μπροστά από το κτήριο της τότε Βασιλικής Φρουράς (σήμερα Προεδρικής). 

Σ’ όλη την διάρκεια της βόλτας τους ακούγεται ως «χαλί» το “Unchained Melody”. Άλλη μια πρωτοτυπία του σκηνοθέτη για τα μοντέρνα παιδιά της ελληνικής επαρχίας.  

                                                                                       ΣΤΕΡΓΙΟΣ   ΒΟΛΟΓΚΑΣ

Copyright 2024

Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.
Το περιεχόμενο της σελίδας καθώς και οι φωτογραφίες αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του εκδότη.
Απαγορεύεται η ολική ή μερική αναδημοσίευση περιεχομένου χωρίς έγγραφη άδεια.

Μέλος του eMedia