Η Ιερά Μονή Δουσίκου και οι ισχυροί δεσμοί της με τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΥΣΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΧΥΡΟΙ ΔΕΣΜΟΙ ΤΗΣ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΥΝΑΒΙΕΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ

Του Βασίλη Πανάγου*

             Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας  αρκετοί Έλληνες εγκαταστάθηκαν στις Παραδουνάβιες Χώρες Βλαχία  και Μολδαβία. Οι λόγοι της μετανάστευσης ήταν κυρίως οικονομικοί, και αφορούσαν ιδιαίτερα τη δραστηριότητά τους με το εμπόριο.  Επίσης, στη νέα τους πατρίδα βρήκαν καταφύγιο αρκετοί  λόγιοι και κληρικοί. Οι Παραδουνάβιες περιοχές αποτελούσαν τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που  κυβερνούσαν Φαναριώτες ηγεμόνες, οι οποίοι συνέβαλαν στη διάδοση του  ελληνικού πολιτισμού και την άνθιση της  πνευματικής ζωής. Με την ίδρυση των ελληνικών Ακαδημιών του Βουκουρεστίου και του Ιασίου εξαπλώθηκε η ελληνική γλώσσα και ενισχύθηκε η ορθόδοξη χριστιανική πίστη.  Στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες εγκαταστάθηκαν και πολλοί Θεσσαλοί που απέκτησαν πλούτη και αξιώματα. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (24 Μαΐου 1812), πολλοί Έλληνες καταδιωκόμενοι  από τους Τούρκους κατέφυγαν εκεί  για  την προστασία τους, επειδή η συνθήκη προέβλεπε την απαγόρευση της μεταφοράς τουρκικού στρατού στις χώρες αυτές, χωρίς την άδεια της Ρωσίας. Το καθεστώς αυτονομίας που απολάμβαναν οι παραδουνάβιες ηγεμονίες, με την εγγύηση της Ρωσίας, θεωρήθηκε τόπος ιδανικός για την εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας και για την έναρξη της επανάστασης (22 Φεβρουαρίου 1822) του ελληνορθόδοξου πληθυσμού εναντίον των Οθωμανών.

Η Μονή του Σωτήρος των Μεγάλων Πυλών, γνωστή ως Δουσίκου ή Αγίου Βησσαρίωνος, υπήρξε μια από τις ιστορικότερες και σπουδαιότερες μονές της Θεσσαλίας. Η δράση της μαρτυρείται από τα τέλη του 14ου αιώνα. Συνέχισε το πνευματικό έργο της λαμπρής βυζαντινής μονής της Θεοτόκου των  Μεγάλων Πυλών (Πόρτα Παναγιά), η οποία διαλύθηκε λίγα χρόνια μετά το 1381. Η Μονή Δουσίκου αποτέλεσε φάρο  πίστης και ελπίδας για τον υπόδουλο χριστιανικό πληθυσμό. Λειτούργησε αδιαλείπτως καθ’ όλη την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, με δράσεις που δεν περιορίζονται  μόνο σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Αντιθέτως, σε καιρούς χαλεπούς, κατάφερε να αναδείξει έργο ανθρωπιστικό, κοινωνικό και πατριωτικό, όπως γνωρίζουμε από τον χειρόγραφο πλούτο της και τις  βιβλιογραφικές πηγές.

Εικ. 1. Η Μονή Δουσίκου ή Αγίου Βησσαρίωνος

Η μονή Δουσίκου ανέπτυξε στενούς δεσμούς  με τους ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας. Σχέση αδελφοσύνης και αγάπης που δημιουργήθηκε αρχικά από τον Άγιο Βησσαρίωνα, όταν αυτός επισκέφτηκε το 1529 τη Μολδοβλαχία, δύο χρόνια μετά την εκλογή του στη μητρόπολη Λαρίσης.  Ο Άγιος παρέμεινε εκεί για αρκετό χρόνο διάστημα. Συνάντησε πλουσίους εμπόρους συμπατριώτες του, και συνδέθηκε φιλικά  με τον άρχοντα Γγεργκίνα Περκαλάμπου, κτήτορα της μονής του Νουτσέτου (Nucetu), που βρισκόταν στην Ντεμποβίτσα. Με την προσωπικότητά του, κέρδισε τον σεβασμό και την εκτίμηση των ηγεμόνων των Παραδουνάβιων Χωρών. Αυτοί, διέκριναν στο πρόσωπό του ένα πνεύμα φωτεινό πνεύμα, με βαθιά πίστη και τον εμπιστεύτηκαν. Αφιέρωσαν στη Μονή Δουσίκου μετόχια, ιερά κειμήλια και δωρεές για την ανέγερση της μονής. Μεταξύ των προσφορών, εξέχουσα θέση κατείχαν η Μονή του Αγίου Γεωργίου Νουτσέτου, η Μονή του Ευαγγελισμού Μπάνου και η Σκήτη της Παναγίας1.  Κι αυτή η σχέση, φαίνεται ότι διατηρήθηκε ανεξίτηλη στον χρόνο, όπως μαρτυρείται από τον ογκώδη αριθμό των εγγράφων και των χρυσόβουλων, τα οποία εκδόθηκαν από ηγεμόνες της Βλαχίας και καταγράφονται στον κώδικα 59 της Μονής Δουσίκου2.  Σ’ αυτά ξεχωρίζουν σημαντικά πρόσωπα ηγεμόνων, όπως: ο βοεβόδας Σερμπάν Καντακουζηνός, ο πρίγκιπας της Μολδαβίας Μιχαήλ Ρακοβίτσα, ο ηγεμόνας της Βλαχίας Κωνσταντίνος Μπρινκοβεάνου ή Κωνσταντίνος Μπασαράμπ (ονομασία προερχόμενη από τον τόπο καταγωγής του), και αρκετοί ακόμη. Τα ονόματα των ηγεμόνων μνημονεύονται σε χειρόγραφους κώδικες της μονής, γεγονός που καταδεικνύει τον ρόλο που αυτοί διαδραμάτισαν με το ιερό προσκύνημα  των Μεγάλων Πυλών.

Στο βιβλίο προθέσεως 38 της Μονής Δουσίκου, η γραφή του οποίου ολοκληρώθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1688 από τον ιερομόναχο Ιωνά, υπάρχει η εξής σημείωση (φ.16): «τοῦ αὐθεντός τῆς οὐγκροβλαχίας: συρμπάνου βοηβόνδα»3. Ο αφέντης (ηγεμόνας) της Ουγγροβλαχίας Συρμπάνου βοεβόδας4, δεν είναι άλλος από τον γνωστό  πρίγκιπα της Βλαχίας Σερμπάν Καντακουζηνό (1640 – 1688), γόνο γνωστής ελληνικής οικογένειας του Φαναρίου. Τα μέλη της βυζαντινής οικογένειας των Καντζακουζηνών ήταν απόγονοι του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνου.  Ο Σερμπάν υπήρξε ηγεμόνας της Βλαχίας από το 1678 μέχρι τον ξαφνικό θάνατό του στις  8 Νοεμβρίου 1688 (δηλαδή, δύο μόλις μήνες μετά την ολοκλήρωση της γραφής του Κώδικα 38 από Ιωνά). Ο δουσικιώτης κωδικογράφος μοναχός, θεώρησε αναγκαία τη μνημόνευση  του πρίγκιπα της Βλαχίας, τόσο  για τις υπηρεσίες που αυτός προσέφερε στον ελληνορθόδοξο χριστιανικό κόσμο, όσο και για τα αφιερώματά του στη μονή Δουσίκου. Ο Σερμπάν, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του, ίδρυσε στο Βουκουρέστι το ελληνικό σχολείο «Ακαδημία του Αγίου Σάββα». Το σχολείο αυτό, όπου δίδαξαν πεφωτισμένοι δάσκαλοι της εποχής, αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τη διάδοση της νεοελληνικής παιδείας. Γενικότερα, ήταν μια πνευματική κυψέλη στην καρδιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας η οποία ανέπτυξε καθοριστικό ρόλο στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και κατ’ επέκταση στην αφύπνιση του ελληνισμού. Αξίζει να επισημάνουμε τη μεγάλη απήχηση που είχε η ελληνόγλωσση εκπαίδευση της Ακαδημίας του Βουκουρεστίου, σε πολλούς Ρουμάνους και Βαλκάνιους λόγιους.  Κι αυτό, γιατί,  η πρόσβαση στην κλασική φιλοσοφία και τα ελληνικά γράμματα ήταν συνδεδεμένη με τα θεμέλια του δυτικού Διαφωτισμού. Ήταν η γλώσσα των πνευματικών ανθρώπων και του εμπορίου.

Εικ. 2. Σερμπάν Καντακουζηνός, Nicolae Iorga, 1930

Ο Σερμπάν ως ηγεμόνας της Βλαχίας ήταν υποχρεωμένος να εκστρατεύει με τον οθωμανικό στρατό. Το 1683 συμμετείχε στην πολιορκία της Βιέννης. Εκεί ανέπτυξε μυστικές διασυνδέσεις με τους πολιορκημένους, δίνοντας πληροφορίες για τις επιθετικές ενέργειες των Οθωμανών5. Τελικά, η αποτυχία των Τούρκων να κυριεύσουν τη Βιέννη, έσωσε την Ευρώπη από την επέκταση του ισλαμισμού. Στις 15 Οκτωβρίου 1682, ο Σερμπάν Καντακουζηνός αφιέρωσε στις μονές του  Αγίου Όρους τη  μονή Κοτροτσανίου στο Βουκουρέστι, την οποία και προίκισε με περιουσία και κειμήλια. Μάλιστα, για την προστασία του καθιδρύματος του, ζήτησε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη την έκδοση επικυρωτικού γράμματος.

Μετά τον θάνατο του Σερμπάν Καντακουζηνού, οι βογιάροι6 αποφάσισαν να αναλάβει την ηγεμονία της Βλαχίας ο ανεψιός του  Κωνσταντίνος Μπρινκοβεάνου στην ηλικία των 34 ετών. Ο Κωνσταντίνος ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος και γλωσσομαθής, κι από μικρός απέκτησε ελληνική και λατινική παιδεία. Ο ίδιος δεν επιθυμούσε την εξουσία, αλλά υπέκυψε κατόπιν επιμονής των συγγενών και των φίλων του. Τελικά, στις 29 Οκτωβρίου 1688 ανακηρύχτηκεηγεμόνας. Ο Μπρινκοβεάνου, προσέφερε τεράστιο έργο στην  οικονομική ανάπτυξη της Βλαχίας. Συνέβαλε στη διάδοση των γραμμάτων και στην προαγωγή του πολιτισμού. Φρόντισε για τη στελέχωση της Αυθεντικής Ακαδημίας του Βουκουρεστίου με εκλεκτούς διδασκάλους. Χορήγησε υποτροφίες σε Έλληνες και Βλάχους αποφοίτους της Ακαδημίας στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Χρηματοδότησε την ίδρυση τυπογραφείου. Μετέφρασε τη βίβλο στη Ρουμανική γλώσσα. Τα επιτεύγματά του έγιναν ονομαστά και δικαίως η εποχή της ηγεμονίας του αποκλήθηκε «περίοδος της Ρουμανικής Αναγέννησης». Αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της Βλαχίας από τους Οθωμανούς κατακτητές. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1710-1711, επικράτησε εχθρότητα και καχυποψία της Υψηλής Πύλης για τη δράση του Μπρινκοβεάνου. Κατηγορήθηκε από τους εχθρούς του και με εντολή του σουλτάνου Αχμέτ Β΄ συνελήφθηκε μαζί με τους τέσσερεις γιους του και τον σύμβουλο του Ιωάννης Βακαρέσκου. Οδηγήθηκαν στην   Κωνσταντινούπολη και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Στις 15 Αυγούστου 1714, ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εκτελέστηκαν με αποκεφαλισμό. Στον τόπο του μαρτυρίου παρευρέθηκε ο ίδιος ο σουλτάνος  και πρέσβεις Ευρωπαϊκών Κρατών.  Ο δήμιος τους έβαλε να γονατίσουν, έβγαλε τους σκούφους τους και τους επέτρεψε να κάνουν μία σύντομη προσευχή. Πρώτα εκτελέστηκε ο  μικρότερος γιος του,  Ματθαίος, σε ηλικία 12 ετών, και τελευταίος ο ηγεμόνας της Βλαχίας. Ο φλωρεντινός γραμματέας του, Anton Maria Del Chiaro, μεταφέρει τα τελευταία λόγια τουΜπρινκοβεάνου: «Παιδιά μου, να έχετε θάρρος. Χάσαμε κάθε τι, που είχαμε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, τουλάχιστον να σώσουμε τις ψυχές μας και να πλύνουμε τις αμαρτίες μας με το αίμα μας»7. Ο θάνατος του Μπρινκοβεάνου και των γιών του προκάλεσε μεγάλη ανησυχία και  θλίψη στις παραδουνάβιες χώρες και σ’ ολόκληρο τον ελληνισμό. Τα Λείψανα του νεομάρτυρα και των παιδιών του μεταφέρθηκαν το 1720 στην Ρουμανία, και τοποθετήθηκαν στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Νέου.

Εικ. 3. Κωνσταντίνος Μπρινκοβεάνου, λιθογραφία του Α. Bielz, 1859

Ο  Μπρινκοβεάνου υπήρξε μεγάλος ευεργέτης της ορθόδοξης εκκλησίας. Σημαντικές ήταν και οι δωρεές του στα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Διατηρούσε στενούς δεσμούς και με την ιστορική Μονή Δουσίκου, όπως μας πληροφορούν τα χειρόγραφά της. Για τον λόγο αυτό, αλλά και για τον μαρτυρικό του θάνατο, οι ευλαβείς μοναχοί του Δουσίκου μνημονεύουν το όνομά του, μετά της συζύγου και των τέκνων.  Στο βιβλίο πρόθεσης 37 (φ.110β) της Μονής Δουσίκου8, καταγράφεται η εξής σημείωση: «κωνσταντίνου μπραγιοβάνου, κωνσταντίνου βοἐβόδα μαρί(ας) δόμνης κ(αι) τῶν τέκνων αὐτῆς»9. Η ιερά σύνοδος της εκκλησίας της Ρουμανίας αποφάσισε την κατάταξη των νεομαρτύρων μεταξύ των αγίων. Η μνήμη τους τιμάται στις 16 Αυγούστου.

 * Το άρθρο είναι μέρος της εργασίας που θα  δημοσιευτεί σε ιστορικό περιοδικό.  

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Άγιος Βησσαρίων, Ι. Μ. Αγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου, σ. 46, 2014.
  2. Η μετάφραση των χειρογράφων  έγινε το έτος 1858 από τον ιερομόναχο Χατζη-Γεράσιμο της Μονής Δουσίκου και είναι καταχωρισμένα στις σελίδες 525-678 του Κώδικας 59.
  3. Κώδικας 38 Μ. Δουσίκου, Μ.Ι.Ε.Τ. Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο.
  4. Ο βοεβόδας [vojevoda] ήταν τίτλος που έφεραν οι στρατιωτικοί και πολιτικοί διοικητές στις σλαβικές χώρες.
  5. Anton Maria del Chiaro, Revoluțiile Valahiei, București, Edit. Basilica, 2012, σ. 87.
  6. Οι βογιάροι ήταν μέλη της ανώτερης φεουδαρχικής τάξης. 
  7. Del Chiaro, Anton Maria, Revoluțiile Valahiei, Veneția, 1718 Traducere din anul 1929 de S. Cris-Cristian, Editura Tehnopress, Institutul de Memorie Culturală, Iași, 2005.
  8. Η πρόθεση 37 της Μ. Δουσίκου είναι ακριβές αντίγραφο της πρόθεσης 36, και χρονολογείται μετά το 1570. Ολοκληρώθηκε από τον ιερομόναχο Ιωνά το έτος 1866. Μέχρι το 1855 συμπληρώθηκαν κι άλλα ονόματα, όπως αναφέρεται από τον Χατζή Γεράσιμο στο κωδικογραφικό του σημείωμα.
  9. Κώδικας 37 Μ. Δουσίκου, Μ.Ι.Ε.Τ. Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο.

*Ο Βασίλης Πανάγος είναι εκπαιδευτικός, ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας

Copyright 2024

Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.
Το περιεχόμενο της σελίδας καθώς και οι φωτογραφίες αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του εκδότη.
Απαγορεύεται η ολική ή μερική αναδημοσίευση περιεχομένου χωρίς έγγραφη άδεια.

Μέλος του eMedia